- παμπληθής
- -ές (ΑΜ παμπληθής -ές)1. ο με όλο του το πλήθος, αθρόος («παμπληθής συγκέντρωση»)2. αυτός που αποτελείται από πάρα πολύ μεγάλο πλήθος, πολυπληθέστατος, απειροπληθής, αναρίθμητος («παμπληθῆ κεκτήμεθα τὴν οὐσίαν», Iσοκρ.)αρχ.1. (το ουδ. ως επίρρ.) παμπληθέςκαθ' ολοκληρίαν, τελείως2. (για χρόνο) μακρότατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -πληθής (< πλήθος), πρβλ. πολυ-πληθής].
Dictionary of Greek. 2013.